φιλοφρονητική

φιλοφρονητική
φιλοφρονητικός
friendly
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αφεντιά — η (AM αὐθεντία, Μ και ἀφεντία) εξουσία, κυριαρχία μσν. νεοελλ. 1. κρατική εξουσία 2. δικαστική εξουσία 3. ιδιοκτησία 4. κυριότητα 5. φυλακή νεοελλ. 1. η τάξη των αφεντάδων, των αρχόντων 2. αρχοντιά, ευγένεια εμφάνισης και τρόπων 3. (με τη γεν.… …   Dictionary of Greek

  • ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… …   Dictionary of Greek

  • κομπλιμεντάρισμα — το [κομπλιμεντάρω] φιλοφρόνηση, φιλοφρονητική συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • πατρωσύνη — και πατροσύνη, ἡ, Μ [πατήρ, πατρός] η ιδιότητα τού πνευματικού πατέρα, λέξη που χρησιμοποιούσαν σε προσφωνήσεις προς επισκόπους, καθώς και ως φιλοφρονητική έκφραση («ἱκετεύω τὴν σὴν πατρωσύνην», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

  • ποθεινότης — ητος, ἡ, Μ [ποθεινός] (ως φιλοφρονητική προσφώνηση) πολύ αγαπητέ και περιπόθητε …   Dictionary of Greek

  • τίποτε — και τίποτα και τίποτις και τίποτσι και τίβοτας και τίβοτις και τίβοτσι και τίοτα και τίοτις Ν άκλ. (αόρ. αντων.) 1. (γενικά) κάτι (α. «έμαθες τίποτε;» β. «έχεις τίποτε ψιλά πάνω σου;») 2. κάτι σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη τίποτε;») 3 …   Dictionary of Greek

  • ελλόγιμος — η, ο 1. αξιόλογος, διαπρεπής. 2. που διαπρέπει στα γράμματα, λόγιος, σοφός. 3. το υπερθ., ελλογιμότατος (φιλοφρονητική προσφώνηση σε ανθρώπους των γραμμάτων) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”